Το έστειλε ο Δημητρης Ασημακόπουλος,
Πρώτη φορά, στις λίγες, είναι η αλήθεια, γύρες που κάνει η αφεντιά μου στα πέριξ, συναντώ πείσμονα τη θλίψη και φανερή -έως αγένειας- την κατήφεια.
Στους καφενέδες, στα συνεργεία, στα περίπτερα, στους δρόμους - όπου όλο και πιο πολλά άδεια μαγαζάκια χάσκουν σαν μαύρες τρύπες- επαγγελματίες, πελάτες, διαβάτες, θαμώνες, όλοι πιο σκοτεινοί από ποτέ, κερνάνε λιγότερο, γελάνε λιγότερο, μιλάνε μέσα απ' τα δόντια τους -ένα σφίξιμο παντού και μισές καλημέρες, μόνον από φιλοτιμίαν κι ευγένεια εκφερόμενες κι όχι γεννημένες από τη φυσική ευπροσηγορία των πολλών απ' τους ανθρώπους. Ακόμα κι ο καιρός, ζοφερός κι αυτός, σαν να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα ανάμεσα σε πολίτες που δεν έχουν πια παρέα τις ελπίδες τους.
Σαν ένα έθνος να ακρωτηριάζεται. Και σαν μια πόλη να 'χει κοπεί στα δύο, φέρνοντας έτσι στην ανάγκη τα παιδιά της να πάρουν θέση (εκτός απ' τους «άτιμους», που θα έλεγε κι ο Σόλων) -Μόνον που, για να παραφράσουμε τον αρχαίο σοφό, στην καθ' ημάς κρίση και ρήξη, οι «άτιμοι» είναι όλοι απ' τη μια μεριά. Αυτήν των ολίγων, των ολιγαρχικών και των ολίγιστων
..........................................
Οι «άτιμοι» σήμερα δεν είναι αυτοί που αρνούνται να διαλέξουν, αλλά αυτοί που παραδέχονται ότι όλοι κι όλα έχουν μια τιμή σε φράγκα κι όχι μια τιμή ατίμητη...
Ο Θεόφιλος είναι αναγνώστης της «Ε» κι ως εκ τούτου σε ένα ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη, γνωριστήκαμε. Εκτός από αναγνώστης λοιπόν ο Θεόφιλος (γέννημα θρέμμα, και κυρίως θρέμμα) της εργατικής τάξης, είναι και φίλος.
Συχνά ποστάρει σχόλιά του στον «ναυτίλο», στην ηλεκτρονική έκδοση της «Ε» κι έτσι σήμερα,
ημέρα Γενικής Απεργίας, αντί να γράψω τα δικά μου αμφίβολα, αντιγράφω για την χάρτινη έκδοση της εφημερίδας τα στέρεα του Θεόφιλου.
«Στο σπίτι μας εδώ και μερικά χρόνια, μένει μαζί μας και η γιαγιά.
Η πεθερά μου, από την οποία δεν έχει παράπονο κανένα παιδί της, ούτε εγγόνι, ούτε συγγενής και φίλος, είναι η γιαγιά άνθρωπος καλός και πολύ εργατικός.
Κάθε που καλοκαιριάζει, μόλις πάρει τη σύνταξη, σενιαρίζεται κι ένας από μας, παιδί ή εγγόνι, την ανεβάζουμε στο χωριό της. Στο Νυμφαίο της Φλώρινας.
Εκεί περνάει το καλοκαίρι της, με όσους συγχωριανούς της απέμειναν εν ζωή.
Οποιο παιδί, εγγόνι ή δισέγγονο ανεβεί στο χωριό, η γιαγιά σκίζεται! Να πίτες, να τηγάνι, να γλυκά! Της προσφοράς! Ακούραστη.
Πριν λίγες μέρες πήγε χαρούμενη να πάρει τη σύνταξή της, 630 Ευρώ.
Οταν γύρισε η μαύρη, ήταν να την κλαις.
Της δώσανε 390 Ευρώ.
Παγωνιά.
Δεν θα περισσεύει δεκάρα τσακιστή να δώσει σε κανένα εγγόνι. Δεν μιλάμε για θέρμανση ή φάρμακα. Τα καθάρματα της μαύρισαν την ψυχή.
Προσπάθησα να την παρηγορήσω, λέγοντάς της ότι θα τσοντάρουμε κι εμείς, περήφανη αυτή ούτε να το ακούσει.
Τότε σκέφτηκα και της είπα, εφόσον είναι και θρησκευόμενη, να κάνει οικονομία από τα εκκλησιαστικά της έξοδα, κεριά, παγκάρι, λάδωμα στον παπά και άλλα.
Με κοίταξε με νόημα, σαν να μου 'λεγε: και η ψυχή;».
Εδειξα το γράμμα του Θεόφιλου στην εκλεκτή συνάδελφο, κυρία Κ.Κ., ρωτώντας την αν θα ήταν καλό να το δημοσιεύσω αντί των συνηθισμένων δικών μου. Το διάβασε η Κατερίνα και ταράχθηκε. «Τα ίδια έπαθε και η μάνα μου», άρχισε να μου λέει. «Πήγε να πάρει τη σύνταξή της, γύρισε στο σπίτι κι έκλαιγε.
Και για τις φιλενάδες της τα ίδια -"δεν ξέρω αν θα γυρίσουν σπίτια τους ζωντανές", έλεγε. Μην κάνεις έτσι, ρε μάνα της έλεγα εγώ - θα σου τσοντάρουμε κι εμείς. Ομως, η μάνα μου έκλαιγε»...
***
Τι να πούμε στην αρχόντισσα γερόντισσα του Θεόφιλου, στη μάνα της Κατερίνας και σε όλους τους ηλικιωμένους της χώρας που αντί να τους τιμάμε, τους ατιμάζουμε;
Τι να πούμε στους χιλιάδες νέους, τα παιδιά μας που δεν μπορούν να μπούνε στην αγορά εργασίας και όταν τρυπώσουν, όσα τρυπώσουν, θα δουλέψουν με συνθήκες κολίγου, ραγιά, είλωτα και δουλοπάροικου;
Τι να τους πούμε; ότι δεν τους «αντέχει η οικονομία;» Μα αυτοί είναι η οικονομία. Αυτοί που εργάσθηκαν, αυτοί που εργάζονται, αυτοί που θα εργασθούν.
Αυτοί είναι η οικο-νομία!
Και η οικο-ανομία είναι τα παράσιτα! Εκείνοι που μας παίρνουν την υπεραξία, εκείνοι που μας επιβάλλουν βαρειά, αβάσταχτη έμμεση και άμεση φορολογία, εκείνοι που βύθισαν τα νοικοκυριά στην πίστωση για να τα αφαιμάζουν εφ' όρου ζωής.
Εκείνοι που λεηλάτησαν, λεηλατούν - και, αν δεν ορθώσουμε ανάστημα- θα συνεχίσουν να λεηλατούν τη χώρα και τις ζωές μας.
Για αυτούς τους ολέθριους ολετήρες, οι γέροντες, τα παιδιά, οι μητέρες, οι άνθρωποι, δεν είναι παρά οι παράπλευρες απώλειες μιας αποθηριωμένης κι αδηφάγου ταξικής πολιτικής, πολεμικής, όσον οι «ανθρωπιστικοί βομβαρδισμοί» και καταστροφικής, όσον οι βόμβες νετρονίου...
...................................
«Είμαστε σε πόλεμο» που λέει και ο κ. Γιώργος Α. Παπανδρέου, σε ταξικό πόλεμο. Εναντίον όσων εκπροσωπεί. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου